20090917

A Reading from Dr Seuss


Τα χαρτιά μυρίζουν ακόμα άρωμα Nina Ricci της μαμάς που χύθηκε κατά λάθος στην πρώτη κρυψώνα τους, μετά μεταδόθηκε σαν πανούκλα στα υπόλοιπα χαρτιά στο πονηρό συρτάρι και αργότερα στο μπλε σακίδιο. Ένα φρικτό πατσουλί. Συνδυασμένο με τις άπειρες τσόντες που προστέθηκαν αργότερα σε αγαστή σύμπνοια με τις ερωτικές επιστολές, τα σώψυχα και τα πονήματα σε κατάσταση ημι-τρανς, σου δίνει την αίσθηση ότι μπαίνεις σε φτηνό μπουρδέλο.

Τόσα σπίτια, τόσες μετακομίσεις, η μπόχα αντέχει πάνω από είκοσι χρόνια.

Από που να το πιάσεις;

Φροϋδικά; με τις τσόντες και τα γράμματα από τους γκόμενους να μυρίζουν μανούλα; Άλλο πάλι και τούτο. Όπως τότε 10 χρονών που με έπιασε η μάνα μου να πηδάω μια κούκλα της αδερφής μου τη Ζωζιάνα που ήταν σε φυσικό μέγεθος και της είχα αλλάξει τον αδόξαστο. Αχ αυτές οι ελληνίδες μάνες. Οι πατεράδες στην καρακοσμάρα τους. Άκου όνομα. Ζωζιάνα. Απορώ πώς δε μύριζε Nina Ricci.

Ασυνείδητο: αυτή η μυρωδιά λειτουργεί σαν αυτόματος μηχανισμός υπενθύμισης χιλιάδων πραγμάτων ταυτόχρονα. Ο Γ., ο Χ., ο Η., η Π., ο Λ., ο Γρ., ακόμα και άνθρωποι άσχετοι, που δεν είχαν την ατυχία να κολλήσουν την ανίατη αρρώστια LAir Du Temps, καταστάσεις κυρίως άσχημες και καταπιεσμένες, αλλά και κάποιες αναλαμπές χαράς, όλο το αλκοολικό ιντερλούδιο της ζωής μου και τα παράγωγά του, η Κ. που της έστριψε στα καλά καθούμενα μπροστά στα μάτια μου, η ερωτική εξομολόγηση στα 14 από τηλεφώνου στον Γ. και το βιτριολικό φτύσιμο, τα γράμματά του από τη Θεσσαλονίκη όλο λανθάνοντα ερωτισμό και ομοφοβικότητα, η Αμερική που δεν πήγα αλλά με γάμησε, η κρίση άσθματος στο Σωτηρία, το έλκος δωδεκαδακτύλου, οι γαστροσκοπήσεις, τα σπασμένα πλευρά, κρυμμένα προφυλακτικά, τα ράμματα από τις αλλεπάλληλες πτώσεις σε κατάσταση γκολ, τα αίματα, τα τσοντάδικα και οι τουαλέττες τους, τα μπουρδέλα, οι πρώτες πίπες και τα γαμήσια με τον Χ. και τους γονείς να κοιμούνται στο δίπλα δωμάτιο τον ύπνο του δικαίου. Όλα. Αυτή η μπόχα είναι μνήμη.

Είναι μυστήριο γιατί μερικοί άνθρωποι δεν πετάνε πράγματα τόσο δυσάρεστα. Άλλοι τα σκίζουν, τα καίνε, τα μασάνε. Ίσως εκείνων να μη μυρίζουν τόσο επίμονα, τόσα χρόνια. Εγώ τα κράτησα και μάλλον ξέρω γιατί. Όπως ας πούμε εκείνη τη φωτογραφία μου που μού είχε τραβήξει ο Γ. στην Ακρόπολη και μου την είχε στείλει από τη Θεσσαλονίκη. Όταν τη γύρισα από την ανάποδη, χρόνια μετά, είδα τί έγραφε:


Λατρεύω τα μαλλιά σου όπως τα παίρνει ο αέρας.

Γ.