20210501

Μεγάλη Παρασκευή

Τι θα ‘λεγες

Αν κάποιος σου μαρτυρούσε
Πριν είκοσι
Πριν τριάντα χρόνια
Το μυστικό

Επίκτητη συνήθεια
Της μοναξιάς
Πυκνής όσο να την αγγίζεις

Την ησυχία
Τα τριξίματα μέσα στη νύχτα
Ανεξήγητα
Παράταιρα

Δίπλα μένει ένα παιδί
Είκοσι χρονών

Κάθονται έξω στο μπαλκόνι με τους φίλους του
Και γελάνε
Και μιλάνε

Ακούω τις φωνές
Τα γέλια
Τις καρέκλες που σέρνονται
Σαν μουσική του Παραδείσου
Ή της Κόλασης

Τόσο κοντά μου
Τόσο μακριά

Τι κάνετε;
“Καλά εσύ;”
(Θέλω να πηδήξω το διαχωριστικό ανάμεσα στις βεράντες να γελάμε και ο χρόνος να τρέχει προς τα πίσω ιλιγγιωδώς μέχρι να γίνουμε κολλητοί αν θέλεις να ξέρεις)
Αυτό κάνω
Αν θες να ξέρεις
Και κόψε τον πληθυντικό πριν σου κόψω τα πόδια

Έπιασα την ευτυχία
Και εκείνη μου φώναξε “νομίζεις”
Πολλάκις

Ίσως να έφταιγες εσύ
Και εσύ
Ίσως πιο πολύ εσύ
Τελευταία μου γλυκιά απόπειρα

Ή ακόμα πιο πολύ εσύ
Το πρώτο καρφί στο
ν καρπό μου

Αλλά ίσως
Έφταιγα και εγώ

Ή ακόμα χειρότερα
Όταν εκείνη η νύχτα σπάραζε
Και το φεγγάρι κρυβόταν στα σύννεφα

Όταν κοίταξα ψηλά
Δεν υπήρχε κανείς.